top of page

"ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ" της Φωτεινής Ζίνγκου

"ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ" της Φωτεινής Ζίνγκου

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε το πατζούρι. Το πρώτο φως της ημέρας είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται. Ο Μάνος πήρε τη θήκη με τον καπνό που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο του και έστριψε ένα τσιγάρο κοιτάζοντας τα μελαγχολικά χρώματα που είχε αυτό το κρύο πρωινό. Άφησε τον καπνό δίπλα στο τασάκι και άναψε το τσιγάρο του. Έμεινε εκεί σιωπηλός να συλλογίζεται την παιδική του ηλικία και τον άνθρωπο που τον συμβούλευε πάντα.

Ο παππούς του Μανώλης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο πήγαινε ο Μάνος κάθε φορά που είχε πρόβλημα και χρειαζόταν μία συμβουλή. Ακόμα και στα καλά όμως σ’ αυτόν πήγαινε πρώτα. Ήταν άνθρωπος με κατανόηση, ανοιχτό μυαλό, χαμηλών τόνων και καρδιά μάλαμα. Μεγάλη αδυναμία για εκείνον. Γι’ αυτό και πέρυσι όταν του είπαν ότι δεν είναι και πολύ καλά στην υγεία του, ο Μάνος άφησε τη δουλειά του στη Γαλλία και επέστρεψε στην Ελλάδα. Βρήκε δουλειά σε ένα γαλλικό εστιατόριο στην Αθήνα και πήγαινε σχεδόν κάθε εβδομάδα στην Πάτρα για να δει τον παππού του. Αλλά και εκείνος του είχε μεγάλη αδυναμία. Οι δυο τους πέρα από το όνομα μοιράζονταν και έναν ιδιαίτερο δεσμό. Δεν χρειαζόταν να πουν πολλά οι δυο τους. Πολλές φορές μιλούσαν μόνο με το βλέμμα, από τότε που ο Μάνος ήταν ακόμα μικρός και έτρεχε στον παππού του για να γλυτώσει από την κατσάδα της μαμάς του.

Καθώς εικόνες από τη ζωή του πλανιόντουσαν μπροστά στα μάτια του, χτύπησε το ξυπνητήρι και εκείνος επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα. Άφησε στο τασάκι το σβησμένο τσιγάρο που κρατούσε τόση ώρα στο χέρι του και πήγε να ετοιμαστεί.

Άνοιξε την ντουλάπα του και έβγαλε από μέσα ένα μαύρο πουκάμισο, που του είχε κάνει δώρο στα γενέθλια του ο παππούς του. Διάλεξε και ένα παντελόνι και ντύθηκε αργά και μηχανικά. Μόλις ετοιμάστηκε έβαλε το παλτό του, πήρε το κράνος και τα κλειδιά του και έφυγε.

Φτάνοντας στην εκκλησία ένιωσε αμέσως την αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Κατέβηκε από τη μηχανή, έβγαλε το κράνος του και θυμήθηκε τον παππού του να τον περιμένει στην εξώπορτα του σπιτιού πριν καν εκείνος προλάβει να σβήσει τη μηχανή. Έβαλε το κράνος στη μπαγκαζιέρα και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Φίλοι του παππού του, γνωστοί και άλλοι συγγενείς ήταν ήδη εκεί για το τελευταίο αντίο. Ο Μάνος τους περιεργάστηκε καθώς πλησίαζε. Χαιρέτησε όσους ήξερε, δέχτηκε τα συλλυπητήρια τους, κάθισε και άκουσε τις δικές τους αναμνήσεις και ιστορίες. Προχωρώντας προς τα μέσα είδε και τον παππού του, εκεί να κοιμάται ήρεμος μέσα στο φέρετρο. Φαινόταν τόσο γαλήνιος.

Εκεί δίπλα βρίσκονταν και η μητέρα του που έκλαιγε συγκρατημένα μαζί με την αδερφή του. Από χθες η μητέρα του δεν είχε σταματήσει. Παρόλο που οι γιατροί τους είχαν προετοιμάσει ο Μάνος ήξερε ότι εκείνη περίμενε ότι θα έπαιρνε τον πατέρα της και πάλι σπίτι. Όλοι αυτό περίμεναν, όλοι εκτός από τον Μανό. Είχε δει πόσο καταβεβλημένος και κουρασμένος ήταν τις τελευταίες μέρες. Ήξερε ότι προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να κρατηθεί στη ζωή, αλλά είχε ταλαιπωρηθεί πολύ τον τελευταίο χρόνο και τελικά δεν τα κατάφερε. Πλησίασε τη μητέρα του και την αγκάλιασε.

- Πώς είσαι αγόρι μου; Ξεκουράστηκες καθόλου;

- Ναι μαμά. Μια χαρά είμαι. Μην ανησυχείς για εμένα. Εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου.

- Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε πνίγοντας έναν λυγμό. Ήταν τόσο δυνατός άνθρωπος. Δεν αρρώσταινε ποτέ. Πέρασε όμως μεγάλη ταλαιπωρία με την καρδιά του τον τελευταίο χρόνο και τελικά εκείνη τον πρόδωσε.

- Ναι, αλλά έζησε μια ζωή γεμάτη. Έκανε όλα όσα ήθελε και δεν μετάνιωσε για τίποτα στο τέλος. Μακάρι να μπορούμε να πούμε όλοι το ίδιο στο τέλος.

Η Αμαλία κοίταξε το γιο της και κατάλαβε ότι εκείνος και ο πατέρας της είχαν προλάβει να τα πουν πριν την μοιραία νύχτα. Έτσι ήταν. Ο Μάνος είχε πάει να δει τον παππού του τη μέρα που πέθανε και θα έμενε μαζί του όλο το βράδυ για να τον προσέχει. Είχε να τον δει τρεις μέρες όταν η μητέρα του, του είπε στο τηλέφωνο ότι τον ζητάει συνέχεια. Πήρε άδεια από τη δουλειά και πήγε την επόμενη κιόλας μέρα στην Πάτρα να τον δει. Όταν έφτασε εκεί ο Μάνος ο παππούς του κοιμόταν. Τις τελευταίες μέρες κοιμόταν πολύ, ήταν εξουθενωμένος και τα φάρμακα του προκαλούσαν υπνηλία. Όταν όλοι έφυγαν, ο Μανώλης ξύπνησε. Είδε δίπλα του τον εγγονό του και χαμογέλασε.

- Μάνο μου, είπε. Ήρθες, αγόρι μου.

- Ναι Μανωλιό μου, ήρθα. Πώς είσαι σήμερα;

- Τώρα που σε βλέπω νιώθω καλύτερα. Ήθελα πολύ να σε δω. Δεν μου μένει πολύς καιρός μικρέ. Τελειώνει ο χρόνος μου.

- Μην το λες αυτό, είπε ο Μάνος για να παρηγορήσει τον εαυτό του.

- Δε με πειράζει. Έφτασε η ώρα μου και το ξέρουμε και οι δύο. Ξέρεις τώρα τελευταία κοιμάμαι πολύ. Τα καταραμένα τα φάρμακα που μου δίνουν όλη την ώρα με ζαλίζουν. Στον ύπνο μου που λες, βλέπω τη γιαγιά σου. Έρχεται και μου μιλάει και πάμε βόλτες οι δυο μας όπως παλιά όταν ήμασταν ακόμα νέοι. Με πηγαίνει συνέχεια σε κάτι καινούργια μέρη που δεν έχω ξαναπάει. Είναι τόσο όμορφα! είπε και το βλέμμα του είχε μια λάμψη σαν να λαχταρούσε να βρεθεί σε αυτά τα μέρη που ονειρευόταν. Με περιμένει, Μάνο μου. Έτσι μου είπε, με περιμένει. Και εγώ θέλω να πάω κοντά της. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που μας άφησε εκείνη και δεν υπήρξε μέρα που δεν την σκέφτηκα, που δεν μου έλειψε. Έζησα μια καλή ζωή. Γεμάτη. Έκανα όλα όσο ήθελα, έφτιαξα την οικογένεια μου, γνώρισα τα εγγόνια μου, που τώρα μεγάλωσαν, είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Τώρα πια δεν με χρειάζεστε. Μπορώ να φύγω και να πάω να βρω τη γιαγιά σου που με περιμένει. Δεν της αρέσει να περιμένει πολύ, είπε και έπεσε σε βαθύ ύπνο για πάντα.

Ο Μάνος του φώναζε ξανά και ξανά αλλά εκείνος δεν αποκρίθηκε. Νοσοκόμες και γιατροί μπήκαν τρέχοντας στο δωμάτιο και τον έβγαλαν έξω. Σαστισμένος έκατσε στις καρέκλες που βρίσκονταν έξω από το δωμάτιο και αφουγκράζονταν όλα όσα γίνονταν μέσα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο που βρίσκονταν απέναντι. Λίγα λεπτά αργότερα ένας γιατρός βγαίνει έξω και του λέει αυτό που ο Μάνος περίμενε. «Λυπάμαι». Και τότε ξέσπασε σε λυγμούς, σαν μικρό παιδί.

Καθώς ο παπάς διαβάζει τα τελευταία λόγια στο νεκροταφείο, ο Μάνος συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε το πρόσωπο του παππού του και άρχισε να βουρκώνει. Συγκράτησε όσο καλύτερα μπορούσε τα δάκρυά του, αν και ήταν δύσκολο με όλους αυτούς γύρω του να κλαίνε και να σπαράζουν. Έδωσε ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο του παππού του, πριν κλείσουν το φέρετρο, και του ψιθύρισε «καλές βόλτες» χαρίζοντας του ένα ελαφρύ μειδίαμα και χαϊδεύοντας του απαλά το χέρι. Λέγοντας το αυτό ένιωσε σαν να μοιράζονταν ένα τελευταίο μυστικό μαζί.

~ΤΕΛΟΣ~

Συγγραφέας: Φωτεινή Ζίνγκου

τμήμα Δημιουργικής Γραφής, Θέσπις ~Τέχνες~

Πρόσφατες Δημοσιεύσεις
Αρχεία
Ετικέτες
No tags yet.
Ακολουθήστε μας
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page