top of page

"ΈΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ" της Άντρεας Κωνσταντίνου

"ΈΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ" της Άντρεας Κωνσταντίνου

Μέρος Πρώτο

Τα αγαπημένα μου γενέθλια με διαφορά ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι σημαντικές στιγμές με τα κοντινά και αγαπημένα σου πρόσωπα και εγώ είχα την τιμή να μοιράζομαι αυτήν την ξεχωριστή μέρα για την ζωή μου με την δίδυμη αδερφή μου Άρτεμις.

«Χρόνια πολλά στην πιο γλυκιά δικηγορίνα του κόσμου», ένα αντίστοιχο σημείωμα βρήκε και η αδερφή μου, με μοναδική διαφορά το επάγγελμα. Η μητέρα μου πάντα ήθελε να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα μας λέει χρόνια πολλά. Βρίσκοντας το σημείωμα υπέθεσα ότι θα πήγε από το δικηγορικό γραφείο του μπαμπά, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα μου επιτέθηκε η μυρωδιά της ψημένης σοκολάτας. Συνέχισα για το δωμάτιο της αδερφής μου, η οποία κοιμόταν ακόμα. Ήμαστε πανομοιότυπες, καστανά σπαστά μαλλιά και τα πράσινα μάτια του πατέρα μας, την κοίταζα για πολύ ώρα μήπως και αισθανθεί την παρουσία μου και ξυπνήσει, έτσι και έγινε.

- Χρόνια μας πολλά μικρή!

- Χρόνια μας πολλά Ερμιόνη! Το μικρή δεν το σχολιάζω. Δεκαοχτώ επίσημα πλέον.

- Έλα πάμε κάτω, η μαμά πρέπει να μας έφτιαξε τούρτα.

-Χαχαχα ωραία, για να δούμε αν θα τρώγεται αυτήν τη φορά! Παρεμπιπτόντως, μην της αναφέρεις ότι πρώτα μου ευχήθηκες εσύ και μετά διάβασα το σημείωμα.

-Έλα πάμε...

Είχε επιστρέψει και ο μπαμπάς, πήραμε πρωινό όλοι μαζί και κάπου εκεί άρχισαν να μας απαριθμούν τα δώρα μας. Γενέθλια ενηλικίωσης και επιτυχία στις Πανελλαδικές εξετάσεις ήταν οι λόγοι που μας επέτρεψαν να διοργανώσουμε πάρτι. Οι γονείς μας είχαν ήδη κανονίσει να πάνε μία διήμερη εκδρομή για να μην νιώθουμε άβολα με την παρουσία τους στο σπίτι. Αφού μας συνόδευσαν για να αγοράσουμε οτιδήποτε απαραίτητο χρειαζόμασταν, μετά μας βοήθησαν να διαρρυθμίσουμε το χώρο του σαλονιού μετακινώντας μερικά έπιπλα για να δημιουργηθεί αρκετός χώρος σαν πίστα. Τέλος, μας ευχήθηκαν να περάσουμε όμορφα και θα τα λέγαμε την επομένη.

Ήμουν αγχωμένη, όχι για το πάρτι, αλλά για το δώρο που ήθελα να κάνω στον εαυτό μου και στη σχέση μου. Βγαίναμε σχεδόν ένα χρόνο, δεν γνώριζε κανείς για αυτό, συναντιόμασταν κρυφά. Τον είχα γνωρίσει στη δεξίωση ενός γάμου πέρυσι το καλοκαίρι. Ένιωσα να με ελκύει όπως τη πεταλούδα η φλόγα. Τον αγαπούσα. Σκεφτόμουν να τον καλέσω ή όχι, δεν θα περνούσε απαρατήρητος καθότι ήταν μεγαλύτερος, αλλά τον ήθελα παρόν.

Το κουδούνι δεν σταμάτησε να χτυπάει μεταξύ δέκα και έντεκα. Εγώ στον κόσμο μου, περίμενα την άφιξη του, ήμουν στον καναπέ και άκουγα τις παλιές μου συμμαθήτριες να μου λένε τα νέα τους, είχαν περάσει όλες εκτός Αθηνών και ήταν ενθουσιασμένες που θα έμεναν μόνες τους, ώσπου χτύπησε το κινητό μου, είχα μήνυμα από αυτόν, με ενημέρωνε ότι θα καθυστερούσε λίγο. Όταν τελικά έφτασε, δεν το περίμενα, δεν το πίστευα, πρέπει να με έψαχνε αρκετή ώρα μέσα στο πλήθος. Μόλις ανταμώθηκαν τα βλέμματα μας ανακουφίστηκε, τον έπιασα από το χέρι και προσπεράσαμε τον κόσμο στο σαλόνι κατευθυνόμενοι προς στις σκάλες. Ένιωσα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας, του άφησα αμέσως το χέρι και συνεχίσαμε. Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο μου είδα φως οπότε πήγαμε στης αδερφής μου. Μου έδωσε τη σακούλα που κρατούσε στα χέρια του, έκανα να τον φιλήσω.

- Είσαι πανέμορφη απόψε. Θέλω να το φοράς όταν θα σε κάνω δική μου.

- Είναι υπέροχο. Σε ευχαριστώ.

Η φασαρία που προερχόταν από το δωμάτιό μου με είχε εκνευρίσει, έτσι του πρότεινα να κάτσουμε στον κήπο μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα.

- Θες να πάμε σπίτι μου καλύτερα;

- Το θέλω αλλά δεν είναι καλή ιδέα, αύριο θα επιστρέψουν νωρίς οι δικοί μου και δεν θέλω να τους ανησυχήσω.

Μακάρι να είχα δεχτεί. Τώρα θα ήμασταν ξαπλωμένοι αγκαλιά. Πονάω, πονάω, πονάω. Φέρνω και πάλι την εικόνα στο μυαλό μου και κλαίω. Μου είπε ότι θα πήγαινε να πάρει τσιγάρα και θα επέστρεφε. Θα με έπαιρνε τηλέφωνο για να του ανοίξω. Ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει και μέχρι να επιστρέψει αποφάσισα να συμμαζέψω λίγο. Αποκοιμήθηκα στον καναπέ περιμένοντας μήνυμα του. Θα νόμιζε ότι δείλιασα, ότι δεν τον ήθελα, με περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτά σκεφτόμουν και έκλαιγα. Δεν είχα κοιμηθεί πολύ, η ώρα ήταν πέντε, κουρασμένη και σε άσχημη ψυχολογία ανέβηκα στον όροφο με τα υπνοδωμάτια. Θυμήθηκα ότι στο δικό μου πριν είχε φως οπότε υπέθεσα ότι μπορεί να κοιμάται η αδερφή μου και έτσι πήγα εγώ στο δικό της.

Δεν άργησε να πέσει στην αντίληψη μου ότι το δώρο μου έλειπε από την σακούλα και είχαν ανοιχθεί και πολλά άλλα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Βγήκα βιαστικά και κατευθύνθηκα πάλι προς το δωμάτιό μου, έξω ακριβώς από την πόρτα μύριζα καπνό, το χέρι μου βρισκόταν στο πόμολο της πόρτας και σιγά σιγά πιέζοντας το προς τα κάτω την άνοιξα. Καπνός χωρίς φωτιά δεν γίνεται, λένε. Το θέαμα μου προκάλεσε ναυτία, η αδερφή μου ημίγυμνη στην αγκαλιά του να κοιμάται, το φόρεμα που μου είχε πάρει βρισκόταν στο πάτωμα και αυτός κάπνιζε κοιτάζοντας και χαϊδεύοντας την. Όταν με είδε τα έχασε, τα έχασε περισσότερο όταν άρχισα να κλαίω, τότε κατάλαβε. Έφυγα τρέχοντας από το σπίτι, δεν με πρόλαβε.


Συνεχίζεται...

Συγγραφέας: Άντρεα Κωνσταντίνου

τμήμα Δημιουργικής Γραφής, Θέσπις ~Τέχνες~






Πρόσφατες Δημοσιεύσεις
Αρχεία
Ετικέτες
No tags yet.
Ακολουθήστε μας
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page